- πωπω!
- [попо] επιψ. ох! ох!
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πωπώ — και ποπό! Ν επιφώνημα που δηλώνει: α) έκπληξη, θαυμασμό («πωπώ, τί μεγάλο ψάρι είναι αυτό!») β) δυσαρέσκεια, αηδία («πωπώ, τί άσχημο κτήριο!») γ) στενοχώρια («πωπώ, τί κακό που μάς βρήκε!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάω! πάω! ως επιφών. πόνου ή, κατ άλλους… … Dictionary of Greek
βάι — Φοινικόδασος της Κρήτης, μοναδικό σε όλη την Ελλάδα, στο ΒΑ άκρο του νομού Λασιθίου και του νησιού, στο εσωτερικό του όρμου Γκράντες. Το Β., που έχει κηρυχθεί αισθητικό δάσος, καταλήγει σε μια θαυμάσια αμμουδιά. Κοντά στο φοινικόδασος υπήρχε… … Dictionary of Greek
ποπό — Ν επιφών. βλ. πωπώ … Dictionary of Greek